κουκλόπανο

κουκλόπανο
το
το φόρεμα της κούκλας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κουκλόπανο — το συν. στον πληθ. τα κουκλόπανα 1. τα ρούχα τής κούκλας 2. μικρά άχρηστα κομμάτια υφάσματος, κουρέλια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”